χορηγία — χορηγίᾱ , χορηγία office or fem nom/voc/acc dual χορηγίᾱ , χορηγία office or fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγία — η, ΝΜΑ [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες τής αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα τής προετοιμασίας τού χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις … Dictionary of Greek
χορηγίᾳ — χορηγίαι , χορηγία office or fem nom/voc pl χορηγίᾱͅ , χορηγία office or fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορήγια — χορήγιον supplies neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγίας — χορηγίᾱς , χορηγία office or fem acc pl χορηγίᾱς , χορηγία office or fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγίαι — χορηγία office or fem nom/voc pl χορηγίᾱͅ , χορηγία office or fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγίαν — χορηγίᾱν , χορηγία office or fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хорегия — (χορηγία) в Древней Греции один из видов натуральной повинности или общественной службы (λειτουργία), обязывавший наиболее состоятельных из граждан давать средства на музыкальные и хоровые состязания и поставлять хоры для драматических… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χορηγιῶν — χορηγία office or fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγίαις — χορηγία office or fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)